- εικοσ(ι)τετράωρος
- -η, -ο1. που έχει διάρκεια 24 ωρών: Εικοσιτετράωρη απεργία.2. το ουδ. ως ουσ., εικοσ(ι)τετράωρο, το χρονικό διάστημα 24 ωρών, το ημερονύκτιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.